- ματεριαλιστικός
- -ή, -ό [ματεριαλιστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ματεριαλισμό ή στον ματεριαλιστή, υλιστικός.επίρρ...ματεριαλιστικάμε τρόπο ματεριαλιστικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματεριαλιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο ματεριαλισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρκικός — ή, ό / σαρκικός, ή, όν, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που αποτελείται από σάρκα, ο σάρκινος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάρκα, δηλαδή στην υλική υπόσταση τού ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή, ο σωματικός (α. «σαρκικός … Dictionary of Greek
υλιστικός — ή, ό / ὑλιστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα. επίρρ... υλιστικώς και υλιστικά Ν σύμφωνα με τη… … Dictionary of Greek
υλιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή (βλ. λ.), ο ματεριαλιστικός: Υλιστική θεωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)